- επωρύω
- ἐπωρύω (AM)ουρλιάζω, ορύομαι εναντίον κάποιου («αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ἐπωρύοντο ἐπ’ ἐμέ», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωρύω (ενεργ. τ. τού ωρύομαι), που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπωρυόμενον — ἐπωρῡόμενον , ἐπωρύω howl at pres part mp masc acc sg ἐπωρῡόμενον , ἐπωρύω howl at pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύετο — ἐπωρύ̱ετο , ἐπωρύω howl at imperf ind mp 3rd sg ἐπωρύ̱ετο , ἐπωρύω howl at imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύοντο — ἐπωρύ̱οντο , ἐπωρύω howl at imperf ind mp 3rd pl ἐπωρύ̱οντο , ἐπωρύω howl at imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρυομένη — ἐπωρῡομένη , ἐπωρύω howl at pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρυόμενοι — ἐπωρῡόμενοι , ἐπωρύω howl at pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρυόμενος — ἐπωρῡόμενος , ἐπωρύω howl at pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύεσθαι — ἐπωρύ̱εσθαι , ἐπωρύω howl at pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύεται — ἐπωρύ̱εται , ἐπωρύω howl at pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύονται — ἐπωρύ̱ονται , ἐπωρύω howl at pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύουσαν — ἐπωρύ̱ουσαν , ἐπωρύω howl at pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)